Επέστρεψε όπως συνήθως καθε βράδυ αργά, κλειδώνοντας προσεχτικά την πόρτα πίσω του. Η σκέψη του γυρόφερνε μέρες τώρα και βάραινε μαζί με το κεφάλι του στους ώμους. Κάθε πρωί όταν ξυπνούσε ήλπιζε ο κόσμος ν΄ άλλαζε δίπλα του καθώς κι ο εφιάλτης που τον έπνιγε συγχρόνως να τον άφηνε.
Παρατηρούσε τα βιαστικά βήματα απ΄ τους ανύποπτους περαστικούς στα πεζοδρόμια, τα σκυμμένα κεφάλια και τα χαμένα βλέμματα. Μα ποιος αντέχει να περπατά πάνω στα σκουπίδια και να χαμογελά σκεφτόταν. Η ζωή γίνεται ευτελής, κανένας δεν ακούει τις κραυγές απελπισίας και εγκατάλειψης. Αλλοτριώνουν οι φανταχτερές βιτρίνες την ανυποψίαστη θλίψη μας. Κι αυτοί εκεί απέναντι κλέβουν τα όνειρα σου στραγγίζουν τη ζωή αυξάνουν τις ανάγκες μας, σε αφανίζουν.
Δεν ήταν σίγουρος ακόμα με ποιον τρόπο θα ακολουθούσε την διαδικασία, αν και τα είχε προβλέψει όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η αλήθεια είναι οτι περίμενε κάτι αναπάντεχο να συμβεί αλλά ήταν ελάχιστο το φως τριγύρω του. Εσφιξε την πένα ανάμεσα στα δάχτυλα και πήρε ένα λευκό χαρτί στο χέρι. Άρχισε να απλώνει τις λειψές γραμμές της ζωής του, ιχνογραφώντας ένα βουβό παρελθόν κι ένα ημιτελές μέλλον.
Οταν σήκωσε το βλέμμα και είδε το είδωλο του απέναντι στο καθρέφτη της ντουλάπας, τρόμαξε απο το θέαμα. Έμοιαζε καχεκτικός, σαν μια σκιά ανυπόφορη, μύριζε ήδη θάνατο, δεν υπήρχε. Φοβήθηκε και αναπήδησε τρομαγμένος πάνω στην καρέκλα. Έσκισε το χαρτί χίλια κομμάτια και το πέταξε μ΄ οργή στο πάτωμα.
Παρατηρούσε τα βιαστικά βήματα απ΄ τους ανύποπτους περαστικούς στα πεζοδρόμια, τα σκυμμένα κεφάλια και τα χαμένα βλέμματα. Μα ποιος αντέχει να περπατά πάνω στα σκουπίδια και να χαμογελά σκεφτόταν. Η ζωή γίνεται ευτελής, κανένας δεν ακούει τις κραυγές απελπισίας και εγκατάλειψης. Αλλοτριώνουν οι φανταχτερές βιτρίνες την ανυποψίαστη θλίψη μας. Κι αυτοί εκεί απέναντι κλέβουν τα όνειρα σου στραγγίζουν τη ζωή αυξάνουν τις ανάγκες μας, σε αφανίζουν.
Δεν ήταν σίγουρος ακόμα με ποιον τρόπο θα ακολουθούσε την διαδικασία, αν και τα είχε προβλέψει όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η αλήθεια είναι οτι περίμενε κάτι αναπάντεχο να συμβεί αλλά ήταν ελάχιστο το φως τριγύρω του. Εσφιξε την πένα ανάμεσα στα δάχτυλα και πήρε ένα λευκό χαρτί στο χέρι. Άρχισε να απλώνει τις λειψές γραμμές της ζωής του, ιχνογραφώντας ένα βουβό παρελθόν κι ένα ημιτελές μέλλον.
Οταν σήκωσε το βλέμμα και είδε το είδωλο του απέναντι στο καθρέφτη της ντουλάπας, τρόμαξε απο το θέαμα. Έμοιαζε καχεκτικός, σαν μια σκιά ανυπόφορη, μύριζε ήδη θάνατο, δεν υπήρχε. Φοβήθηκε και αναπήδησε τρομαγμένος πάνω στην καρέκλα. Έσκισε το χαρτί χίλια κομμάτια και το πέταξε μ΄ οργή στο πάτωμα.
ΥΓ.
«Ποιος είναι αυτός, που θέλει την ζωή μου ένα υστερόγραφο, μερικές συλλαβές και μαύρα γράμματα σε μια λευκή σελίδα», φωναξε
Κι ύστερα άνοιξε την πόρτα κι έγινε πάλι δρόμος, έγινε πέτρα και γροθιά , έγινε πάλι άνεμος
«Αύριο θα τους πάρει και θα τους σηκώσει» ούρλιαξεΚι ύστερα άνοιξε την πόρτα κι έγινε πάλι δρόμος, έγινε πέτρα και γροθιά , έγινε πάλι άνεμος
(Velvet, 26/04/12)
μπράβο! μπράβο! μπράβο!
RispondiEliminaτο υστερόγραφό σου καταλυτικό, το κείμενο εξαιρετικό!
καλό μας ξημέρωμα!
Ευχαριστω Λυχνε
EliminaΓιατι δεν αξιζει να καταληξει η ζωη μας
ενα ακομη απελπισμενο "υστερογραφο"
Κι ας θελει τολμη να το υπογραψουμε
Καλημερα...
-
Μ' αρέσεις!!! Στο εχω πει!!!!
RispondiElimina"Αύριο θα τους πάρει και θα τους σηκώσει"!
RispondiEliminaΣυμφωνώ!
Πολύ όμορφο!
Δεν θαπρεπε
EliminaΚαι πολυ εχουμε αργησει
Καλημερα....
-
Πόσο όμορφα γράφεις Velvet μου!!!!
RispondiEliminaΕικόνες ξεπήδησαν διαβάζοντας το!!!
Την καλησπέρα μου!
Ευχαριστω Μαιρακι
EliminaΧαιρομαι που σε ξαναβλεπω
-
Ημουν εκει,τα ειδα ολα.
RispondiEliminaΤελειο.