Ο Αμεντέο Ολίβα κάθε καλοκαιρι πριν ακομα ξεκινησει για τη θαλασσα, ετοίμαζε με ιδιαιτερη φροντιδα τη βαλιτσα που τη γέμιζε βιβλία. Κι ολα αυτα τα βιβλια τα ξεκοκάλιζε εκει πανω στο βράχο, σταματώντας συχνα σε κάποια φράση και σηκώνοντας τα μάτια του από τη σελίδα για να σκεφτει και να ταχτοποιησει τις ιδεες του. Ετσι και τωρα ανασηκώνοντας το βλεμμα του ειδε οτι στην παραλία με το χαλικακι στην ακρη του ορμου, να ειχε έρθει και να έχει ξαπλώσει μια γυναικα (....)
Ηταν μια αδυνατη γυναικα, μαυρισμενη αρκετα από τον ηλιο, όχι πολύ νεα ουτε ιδιαιτερα ομορφη (….) φορουσε ένα μικρο μπικινι μαζεμενο προσεκτικά στις ακρες για να την βλεπει οσο το δυνατο περισσοτερο ο ηλιος και το ματι του Αμεντεο καρφωθηκε πανω της (....) Ο Αμεντεο δεν αργησε να την ταξινομησει: ηταν ο τυπος της ανεξαρτητης γυναικας που πηγαινει στις διακοπες μονη και προτιμα τα ερημικα βραχακια απο τα πολυσυχναστα μερη (....) Υπολογισε στα γρηγορα ποσες πιθανοτητες του προσφερόταν για μια συντομη περιπετεια (….) και συνεχισε να διαβαζει, με την πεποιθηση ότι εκεινη η γυναικα δεν τον ενδιεφερε καθολου (....)
Η ευχαριστηση που ενοιωθε από την θεα της μαυρισμένης κυριας -μια εντελως περιθωριακη ευχαριστηση σχεδον μια πολυτελεια που θα μπορουσε να απολαυσει ταυτόχρονα με την χαρα της αναγνωσης (....) χωρις να αναγκαζεται να αποσπά κάθε τοσο το βλεμμα του (….)
Τοσο πολύ μαλιστα ειχε βυθιστει στο βιβλιο που δεν προσεξε ότι καποια στιγμη – κι ενώ αυτος δεν ειχε τελειώσει το κεφαλαιο – η γυναικα εχοντας ηδη καπνισει το τσιγαρο της ειχε σηκωθει από το στρωμα της και τον ειχε πλησιασει να τον προσκαλεσει για μπανιο (.....)
Θα ηταν βεβαια υπεροχο να μεινει λιγο ακομα ξαπλωμενος εκει, συνεχιζοντας να διαβαζει και να ανασηκώνει κάθε τοσο το βλεμμα του από το βιβλιο. Αλλα μη μπορωντας να ζητησει άλλη αναβολη εκανε κατι που δεν το ειχε ξανακανει: πηδηξε σχεδον μιση σελιδα φτανοντας στο τελος του κεφαλαιου το οποιο όμως διαβασε με μεγαλη προσοχη κι υστερα σηκωθηκε (....)
Ο ηλιος βασίλευε αργα πισω από το ακρωτηρι αφηνοντας πισω του διαφορα χρωματα. Οι παρεες που ηταν κρυμμένες πισω από τα βραχακια ειχαν πια φυγει. Ήταν μονοι στη παραλια. Ο Αμεντεο συνεχιζε να αγκαλιαζει με το ένα του χερι τη πλατη της γυναικας, να διαβαζει, να της δινει φιλια στο λαιμο και στο αυτι - που εκεινη μάλλον τα απολαμβανε - και κάθε τοσο όταν εκεινη γυριζε το κεφαλι της, στο στομα, μετα συνεχιζε παντα να διαβαζει. Ισως τουτη τη φορα να ειχε βρει την ιδανικη ισορροπια: μπορουσε να συνεχισει ετσι για άλλες εκατο σελιδες. Ακομα μια φορα όμως εκεινη ανετρεψε τη κατάσταση. Αρχισε να γινεται ψυχρη σαν να ηθελε να τον αποδιωξει κι υστερα ειπε: «Ειναι αργα, ας φυγουμε. Εγω ντυνομαι»
Ο Αμεντεο εμεινε αναποφάσιστος αλλα δεν εμεινε να ζυγισει τα υπερ και τα κατά. Ειχε φτασει σ΄ένα κρισιμο σημειο του βιβλιου και η χαμηλοφωνη φραση της «εγω ντυνομαι» τον εκανε αμεσως να σκεφτει: «Ενώ ντυνεται θα εχω ολο το καιρο να διαβασω μερικες σελιδες ακομα, χωρις διακοπη»
Η κυρια του ζητησε να κρατησει τη πετσετα να ξεντυθει και να μη την βλεπουν. Ο Αμεντεο δεχτηκε προθυμα αφου μπορουσε να κρατα την πετσετα καθισμενος και να συνεχιζει να διαβαζει το βιβλιο που ειχε ακουμπισμενο στα γονατα του (....)
Από την άλλη μερια της πετσετας η κυρια ειχε βγαλει το σουτιέν χωρις να νοιαζεται αν αυτος την κοιταζε η όχι. Ο Αμεντεο δεν ηξερε αν επρεπε να την κοιταζει κανοντας δηθεν πως διαβαζει, η αν επρεπε να συνεχισει να διαβαζει κανοντας δηθεν πως την κοιταζει (....) τον ενδιεφεραν και η μια και η αλλη περιπτωση.
Όταν για πρωτη φορα εστρεψε το προσωπο της προς το μερος του: ηταν ένα λυπημένο προσωπο με μια πικρη εκφραση, κουνουσε το κεφαλι της και τον κοιταζε (....)
«Αφου θα γινει που θα γινει, ας γινει αμεσως» σκεφτηκε ο Αμεντεο πεφτωντας πανω της με το βιβλιο στο χερι και το ένα του δαχτυλο αναμεσα στις σελιδες. Αυτό όμως που διαβασε στο βλεμμα της (....) δηλαδη αυτο που δεν διαβασε γιατι δεν ηξερε να διαβαζει στα βλεμματα των ανθρωπων (....) σαν να ηθελε να του πει: «ανοητε, ας το κανουμε ετσι αφου ετσι το θελεις αλλα δεν καταλαβαινεις κι εσυ όπως κι αλλοι, τιποτε....» αλλα μονο με το ενστικτο του καταλαβε, του προκαλεσε ενα τετοιο παθος γι αυτη τη γυναικα που, αγκαλιαζοντας την και πεφτοντας πανω της στο στρωμα μολις μετα βιας γυρισε το κεφαλι του να δει μηπως το βιβλιο του ειχε καταληξει στο νερο.....
Το βιβλιο όμως ειχε πεσει κοντα στο στρωμα ανοιχτο. Ειχαν γυρίσει μερικες σελιδες και ο Αμεντεο, παρ’ ολο που εξακολουθουσε να βρισκεται κατω από την επηρεια του παθους και να αγκαλιαζει τη γυναικα, προσπαθουσε να ελευθερωσει το ένα του χερι για να βαλει τον σελιδοδεκτη στη σωστη σελιδα. Γιατι δεν υπαρχει τιποτα πιο αντιπαθητικο από το να θελεις να αρχισεις αμεσως να διαβαζεις και να μη βρισκεις σε πια σελιδα ειχες μεινει!
_____________
Μερικα αποσπασματα από το διηγημα «Η περιπετεια ενός αναγνωστη» που περιεχεται μαζι με αλλα δεκαπεντε "δροσερα" διηγηματα στο βιβλιο του Ιταλου συγγραφέα ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ (1923-1985) «GLI AMORI DIFFICILI» «ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ» "εκδοσεις Αστερι" (σε μεταφραση Ανταιου Χρυσοστομιδη)
Italo Calvino |
«ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ, γιατι σε αυτα τα κειμενα ο ερωτας οταν και οπου υπαρχει, δεν βιωνεται σαν τετοιος αλλα χανεται πισω απο ενα τειχος μεγαλων η μικρων δυσκολιων. Το κοινο στοιχειο που χαρακτηριζει ολες αυτες τις ιστοριες, ειναι η δυσκολια της επικοινωνιας, η ζωνη σιωπης που καλυπτει τις ανθρωπινες σχεσεις»
«Οι δυσκολοι ερωτες» ηταν το πρωτο βιβλιο του αγαπημενου Ιταλο Καλβινο που πρωτοδιαβασα τυχαια ενα καλοκαιρι κοντα στη θαλασσα. Απο τοτε παραμενει το απολυτο καλοκαιρινο μου αναγνωσμα που καθε τοσο ξαναδιαβαζω με μεγαλη ευχαριστηση.
Συνισταται ιδιαιτερως σε οποιον εχει αναγκη να ρουφηξει λιγο από την δροσερη μυρωδια του καλοκαιριου ακομη και στο μπαλκονι του.
Nessun commento:
Posta un commento