Το Σάββατο εδω συνήθως ξυπνώ αργά. Τρώω μερικα gocciole
και πίνω μια κούπα πράσινο τσάι. Ο ήλιος πίσω απο το τζάμι ειναι θαμπός και
αδύναμος. Οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού μας έχουν αποχαιρετήσει οριστικά. Με
πιάνει μια νοσταλγική μελαγχολία καθε φορά που τελειώνει αυτή η εποχή. Ανοίγω
το πικάπ και βάζω ενα απο εκείνα τα παλιά βινύλια αγορασμένα απο το «ventitre».
Ακούω δυνατά μουσική με το νου να ταξιδεύει ανάμεσα στα αυλάκια των δίσκων. Το
μεσημεριανό γεύμα ειναι έτοιμο, «σπαγγέτι με ραγκού». Buon apettito
e cin-cin μ' ενα κόκκινο cabernet απο τους «λόφους
των ευγενών». Το απόγευμα προτιμώ να πηγαίνω στο «λιβάδι της κοιλάδας».
Μ΄αρεσει να τριγυρίζω μαζι με το ετερόκλητο πλήθος και να χαζεύω ανάμεσα στις πολύχρωμες
bancarelle. Μια σύντομη στάση για ενα καπουτσίνο και μια ανάσα στο cafe-cine.
Περπατώντας αργά προς το liston η πόλη ειναι πλημμυρισμένη απο χαρούμενο κόσμο και φωνές.
Βιτρίνες, χρώματα, χαμόγελα, ζευγάρια, παιδιά. Γοητευτικές signore
με ξανθά μαλλιά και πρόσωπα τρουκάτα. Αρχίζει να σουρουπώνει καθώς βηματίζουμε κάτω
απο τα ατελείωτα portici. Τα επιβλητικά palazzi μας συνοδεύουν με τη
μεγαλοπρεπή κομψότητα τους. Ενω στη piazza dei signori τα τραπεζάκια απο ώρα
εχουν πια στηθεί. Κατω απο το «μεγάλο ρολόι», παραγγέλνουμε το συνηθισμένο
spritz. Κι ύστερα ανάλογα τη διάθεση για πίτσα ή για κινέζικο
στην «gran-shanghai». Η ομίχλη εχει ηδη τυλίξει
τη πολη και τα βήματα μας καθώς επιστρέφουμε. Οταν κλείνει η πορτα πισω μου νοιώθω
κουρασμένος μα ευτυχής. Ναι, το Σάββατο είναι η αγαπημένη μου μέρα.
(V)
(V)